- βαρικός
- και βαρκός, -ιά, -ό [βαρύς]1. (για τόπο) υγρός, ελώδης2. το ουδ. ως ουσ. ελώδης τόπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρικός — ή, ό υγρός και έπειτα εύφορος: To ρύζι ευδοκιμεί σε βαρικά χωράφια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Manticore — For other uses, see Manticore (disambiguation). Manticore (1678) … Wikipedia
Mantikor — aus: Redgrove’s Bygone Beliefs Mantikor („Martigora“), Stich von Joannes … Deutsch Wikipedia